Οι κυριότερες στιγμές μιας αρχαίας θρησκευτικής τελετουργίας ήταν η πομπή κατά την έναρξη της, ακολουθούσε η θυσία, το γεύμα στη συνέχεια, ενώ τελείωνε με τους ετήσιους αγώνες ή εκδηλώσεις.
Η ΠΟΜΠΗ
Η έναρξη των εορτών ξεκινούσε με την πομπή από κάποιο σημείο της πόλης, η οποία ακολουθούσε μία συγκεκριμένη πορεία και κατέληγε στον ιερό χώρο του θεού.
Η σύνθεσή της ήταν διαφορετική κάθε φορά και είχε σχέση με την συγκεκριμένη τελετή. Στη συνηθισμένη της σύνθεση ελάμβαναν μέρος ιεραρχικά, αξιωματούχοι, χορηγοί, πολίτες μεγάλοι και έφηβοι.
Συγκεκριμένα, θα αναφερθούμε στην πομπή της εορτής των Παναθηναίων, που ήταν η πιο σημαντική γιορτή των Αθηναίων.
Το σημείο συγκέντρωσης για την έναρξη της πομπής είχε ορισθεί το Δίπυλο. Από εκεί η πορεία δια μέσου του Κεραμεικού και της Αγοράς, τόπους ιδιαίτερης σημασίας για την πολιτική ζωή της πόλης, έφθανε στα Προπύλαια της Ακρόπολης και εν συνεχεία, προχωρώντας εμπρός από τον Παρθενώνα, κατέληγαν στο Ιερό της Αθηνάς.
Αυτή η πομπή έδινε την ευκαιρία να συγκεντρωθούν όλοι οι πολίτες, από τους εφήβους, τους μελλοντικούς πολίτες έως και τους ηλικιωμένους, οι κόρες, οι οποίες μετέφεραν νερό σε υδρίες, οι μέτοικοι και οι ξένοι. Την πομπή έκλειναν με τα προς θυσία ζώα.
Η σημασία της ήταν να παραδώσουν στον άρχοντα της πόλης το νέο πέπλο, που είχαν ετοιμάσει οι Εργαστίνες, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για τον στολισμό του ξόανου της Αθηνάς, που βρισκόταν στο Ερέχθειο.
Με αυτό το τελετουργικό η Αθήνα επιδείκνυε, τόσο στο λαό της, όσο και στις υπόλοιπες πόλεις της Ελλάδος που συμμετείχαν, την οργάνωση της πολιτείας και την ενότητα του λαού της. Επιπρόσθετα, πετύχαιναν, αφενός την συγκέντρωση των πολιτών και αφετέρου την ανανέωση της καλοσύνης και των προσφορών του θεού που λατρεύεται.
Η ΘΥΣΙΑ
Βασικό μέρος των τελετουργιών αποτελούσε η θυσία. Ήταν μία προσφορά ενός ή πολλών θυμάτων (ζώων) προς τους θεούς, είτε από ένα άτομο σε οικογενειακές τελετές, στην εστία της οικίας τους, είτε από ένα σύνολο ανθρώπων ή και ολόκληρης της πόλης στα ιερά.
Στην πρώτη κατηγορία το ρόλο του θυσιαστή είχε συνήθως ο οικοδεσπότης ή κάποιος που γνώριζε την τέχνη και την μαγειρική, ενώ στη δεύτερη τον ρόλο αυτό τον είχαν οι ιερείς.
Οι θυσίες διακρίνονταν σε αιματηρές και σε αναίμακτες. Οι μορφές των αιματηρών ήταν δύο. Η πρώτη μορφή, ήταν το ονομαζόμενο «ολοκαύτωμα», κατά την οποία το θυσιαζόμενο ζώο προσφερόταν εξ ολοκλήρου στο θεό με την τοποθέτησή του στην πυρά έως ότου καεί τελείως. Αυτές γίνονταν προς τιμήν των χθόνιων θεών, του Κάτω Κόσμου, που σχετίζονταν με τη γη.
Η δεύτερη ήταν η λεγόμενη «διατροφικού τύπου», κατά την οποία, ύστερα από την τελετή ένα μικρό μέρος από το κρέας του ζώου προσφερόταν στους θεούς και το υπόλοιπο στους παρευρισκόμενους.
Στις καθημερινές εορτές, ανάλογα με τη σημασία τους και την οικονομική άνεση που διέθετε ο θυσιάζοντας, προσφερόταν και το ανάλογο ζώο, πάντα βέβαια οικιακής εκτροφής, ακόμα και κόκορας σε πολύ φτωχική γιορτή.
Στις θυσίες που προσέφερε η πόλη κατά την διάρκεια των μεγάλων εορταστικών εκδηλώσεων θύματα ήταν τα βόδια. Ο μικρότερος αριθμός σφαγής των ζώων αυτών, ανά εορτή, ήταν συνήθως εκατό, γνωστή η θυσία αυτή ως εκατόμβη. Βέβαια, σ’ αυτές όπως των Παναθηναίων και των Μεγάλων Διονυσίων ο αριθμός αυτός των ζώων μπορούσε να φθάνει πάνω από διακόσια πενήντα.
Οι αναίμακτες θυσίες αποτελούσαν προσφορές προς τους θεούς, συνήθως προς τιμήν του Απόλλωνα, όπως σπονδών, φαγητών, τροφίμων, διαφόρων ειδών καρπών και λαχανικών κ.α. τα οποία, είτε τα έριχναν στη φωτιά, ή τα τοποθετούσαν σε κάποιο ιερό.
Η διαδικασία του τελετουργικού μίας αιματηρής θυσίας με την προσφορά γεύματος στο τέλος και συγκεκριμένα της εορτής των Παναθηναίων άρχιζε με τον ιερέα, ο οποίος εξέταζε τα θύματα για να διαπιστώσει την «αγνότητα» αυτών, προκειμένου να τα επιλέξει και να ακολουθήσει ο στολισμός τους.
Στη συνέχεια, ο ιερέας, μαζί με τις πολιτικές αρχές, που ήταν υπεύθυνοι για την προσφορά της θυσίας εκ μέρους όλων των πολιτών, οδηγούσε τα ζώα στον βωμό. Ακολουθούσε η παράταξη, γύρω από αυτόν, ιεραρχικά όλων των συμμετεχόντων στην τελετή της θυσίας, οι αξιωματούχοι, οι κόρες που κουβαλούσαν το νερό, οι κόρες που μετέφεραν τους σπόρους για να μη φαίνεται το μαχαίρι, ο σφαγέας, οι βοηθοί του και ύστερα όλοι οι παρευρισκόμενοι.
Ο ιερέας, αφού ψάλλει τις προσευχές, εξαγνίζει τα ζώα, ρίχνοντας στο κεφάλι τους το αγιασμένο ύδωρ και ρίχνει στη φωτιά λίγες τρίχες από το κεφάλι τους, καθώς και μερικούς σπόρους.
Ακολουθεί ο σφαγιασμός του ζώου από τον «βουτύπο». Ο σφαγέας χτυπά το ζώο στο κεφάλι, που υποχρεωτικά κοιτάζει προς τον ουρανό, και το θανατώνει. Το αίμα, τινάζεται πρώτα ψηλά προς τους θεούς και ύστερα πέφτει στο βωμό και στο χώμα.
Την ώρα του σφαγιασμού ακούγεται η κραυγή των γυναικών («ολολυγή»), η οποία ήταν υποχρεωτική. Πολλές φορές συγκέντρωναν το αίμα σε ειδικό δοχείο και το έριχναν στο βωμό.
Στη συνέχεια ο μάγειρος αφαιρούσε τα εντόσθια του ζώου, τα οποία ως λουκάνικα τα έψηναν αμέσως και τα μοίραζαν στους θυσιαστές. Ακολουθούσε το γδάρσιμο και τα έσοδα από την πώληση του δέρματος του ζώου τα έπαιρνε ο ναός.
Στη συνέχεια ήταν η φάση του διαμελισμού. Στη φωτιά τοποθετούσαν το κρέας των μηρών, αλειμμένο με λίπος, σπονδές και θυμιάματα και ο προερχόμενος καπνός αποτελούσε το «Μερίδιο των Θεών», ενώ παράλληλα ήταν και το μέσο για την επίτευξη της επικοινωνίας μεταξύ θεών και ανθρώπων, που ήταν και ο τελικός στόχος της θυσίας.
Το υπόλοιπο κρέας, τεμαχισμένο σε ίσες μερίδες, μαγειρευόταν επιτόπου και όλοι οι συνδαιτημόνες κατανάλωναν και απολάμβαναν από κοινού το πλούσιο γεύμα τους.
Η θυσία, ως τελετή, είχε σκοπό, αφενός να συσφίξει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και αφετέρου να βελτιώσει και να ανανεώσει την επικοινωνία και επαφή των τελευταίων με τους θεούς και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη των πολιτών προς αυτούς, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο, την ισορροπία και την ευημερία της πόλης.
Επίσης, ήθελε να τονίσει ότι η απόσταση που είχαν οι άνθρωποι από τους θεούς ήταν ίση με την απόσταση που είχαν και από τα ζώα. Το γεύμα λοιπόν που πρόσφεραν στο τέλος της θυσίας ήταν μία αφορμή, ώστε όλοι οι πολίτες να παρευρεθούν στο ίδιο τραπέζι με την παρουσία των θεών και να καταναλώσουν το μαγειρεμένο κρέας που προηγουμένως εξαγνίσθηκε και καθαγιάσθηκε τελετουργικά.
Θεωρούσαν ότι, εάν θανατωθεί το ζώο και καταναλωθεί το κρέας του χωρίς τον τελετουργικό τρόπο της θυσίας, η συμπεριφορά τους δεν θα διέφερε από την «άγρια» συμπεριφορά των ζώων.
ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Οι αγώνες διεξάγονταν κατά την διάρκεια συγκεκριμένων μόνο εορτών και ήταν απαραίτητο στοιχείο του τελετουργικού των εκδηλώσεων. Στην Αθήνα, υψηλής σημασίας ήταν οι αγώνες που τελούνταν στις δύο μεγάλες εορτές, τα Μεγάλα Παναθήναια και τα Μεγάλα Διονύσια.
Στο πλαίσιο του εορτασμού των Παναθηναίων εντάχθηκε το 566 π.Χ. ένας αγώνας πανελλήνιας εμβέλειας, στον οποίο μπορούσαν να συμμετάσχουν όλοι οι Έλληνες και λάμβανε χώρα ανά τετραετία στο πλαίσιο των εκδηλώσεων.
Οι δοκιμασίες που θα έπρεπε να αναμετρηθούν οι παρευρισκόμενοι ήταν οι απαγγελίες Ομηρικών Επών, μουσικής, καθώς και οι γυμνικές αναμετρήσεις, που περιλάμβαναν πληθώρα αθλητικών αγωνισμάτων και ο διαχωρισμός τους ανά ηλικία συμμετεχόντων ήταν τριμερής σε παίδων, νέων και ενηλίκων.
Το έπαθλο ήταν ελαιόλαδο τοποθετημένο σε αμφορέα ειδικής κατασκευής για την γιορτή ή χρηματικό έπαθλο ανάλογα με το νικητήριο αγώνισμα.
Επίσης, και στους δύο μεγάλους αθηναϊκούς εορτασμούς πραγματοποιούνταν δραματικοί αγώνες διαφόρων θεατρικών ειδών προς τιμή του Διονύσου, διάρκειας τριών ημερών, που ανταποκρίνονταν στο σύνολο των πολιτών με σκοπό την τέρψη και την αναβάθμιση του πνευματικού επιπέδου τους.
Διοργανώνονταν με την πλήρη ευθύνη της πολιτείας και του επώνυμου άρχοντά της. Ταυτόχρονα η πόλη όριζε τους χορηγούς (ήταν αυτοί που αναλάμβαναν τα γενικότερα έξοδα της διεξαγωγής τους) καθώς και τους συντελεστές που θα την στελέχωναν.
Δινόταν η ευκαιρία στο κοινό να φορέσουν τα γιορτινά τους για να παραστούν. Αξιωματούχοι και κριτές είχαν την πρωτιά στις θέσεις των κερκίδων. Οι εορτασμοί διαρκούσαν από τις πρώτες πρωινές ώρες έως το βράδυ που με τη λήξη απονέμονταν τα έπαθλα στους νικητές.
03/08/2021 6:20 μμ.
Διάφορα θέματα