ePrivacy and GPDR Cookie Consent by Cookie Consent

Η Γένεση των Παραμυθιών

Η Γένεση των Παραμυθιών

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ – Η ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥΣ 

Με τον όρο παραμύθι εννοούμε την αφήγηση, μέσω του προφορικού λόγου, γεγονότων που ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας. Στα παραμύθια η εξέλιξη της υπόθεσης ολοκληρώνεται σταδιακά, ενώ τα πρόσωπα που συμμετέχουν, καθώς και ο χωροχρόνος μέσα στον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα, δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια. 

Η σχέση του παραμυθιού με την πραγματικότητα αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού και του μαγικού. Στόχος του είναι να αλλάξει την πραγματική κατάσταση παρουσιάζοντας τον κόσμο στην ιδανική, πνευματική του μορφή. Από την στιγμή που το παραμύθι μετατράπηκε σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος, του δόθηκε η δυνατότητα να λάβει και καλλιτεχνικές διαστάσεις. 

Στην νεώτερη Ευρώπη, αναφορικά με την παρουσίαση και καταχώριση των παραμυθιών στον συγκεκριμένο χώρο, πρωταρχική και ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή των γερμανικής καταγωγής Jacob και Wilhelm Grimm. Οι τελευταίοι, ανατρέχοντας στα έργα της λογοτεχνίας του προφορικού λόγου, ασχολήθηκαν κατά κανόνα με την περίοδο του Μεσαίωνα και συνέγραψαν σημαντικά έργα που αφορούσαν στην καθομιλούμενη γλώσσα, τους μύθους και τους ισχύοντες κανόνες δικαίου της εποχής. Παράλληλα, προσπαθώντας τόσο να κατανοήσουν, όσο και να ενισχύσουν την συνείδηση του γερμανικού λαού και εμπνευσμένοι από το κίνημα του ρομαντισμού άρχισαν να συγγράφουν παραμύθια. 

Στον Ελλαδικό χώρο, το παραμύθι αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος μετά το 1850. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Αυστριακής καταγωγής πρεσβευτής στα Ιωάννινα, Johann Georgvon Hahn ήταν αυτός που το 1864 εξέδωσε για πρώτη φορά συλλογή από ελληνικά παραμύθια

Την εποχή του 19ου αιώνα, το ίδιο χρονικό διάστημα με την ενασχόληση για την συγγραφή και καταχώριση παραμυθιών από τους αδελφούς Γκριμ, ανέκυψε το ζήτημα της αρχικής μορφής από την οποίαν προήλθαν. Προκειμένου να απαντηθεί το τελευταίο αναπτύχθηκαν πολλές θεωρίες επηρεασμένες όλες από το ισχύον την συγκεκριμένη εποχή, επιστημονικό πλαίσιο. Όπως ισχύει και σε όλες τις επιστήμες, κάθε μία από αυτές τις θεωρίες ίσχυε για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι που η ανακάλυψη καινούργιων επιστημονικών δεδομένων να την θέσει υπό αμφισβήτηση. Παραταύτα, όλες βοήθησαν στην προσέγγιση και την μελέτη του παραμυθιού ως είδος λαϊκής λογοτεχνίας. 

Οι αδελφοί Γκριμ οπαδοί της «ινδοευρωπαϊκής θεωρίας», ύστερα από μελέτες, επεσήμαναν ότι σε όλα τα παραμύθια αναγνωρίζονταν η παρουσία του ίδιου πολιτιστικού περιβάλλοντος, όλα τα παραμύθια είχαν ως κοινή απαρχή τον Ινδοευρωπαϊκό χώρο και γλώσσα την σανσκριτική, τα οποία αργότερα διαδόθηκαν ανά τον κόσμο, με κάποιες παραλλαγές, λόγω μετακίνησης των διαφόρων ινδοευρωπαϊκών φύλων. Σύμφωνα με τους αδελφούς Γκριμ τα παραμύθια προήλθαν από μύθους που, προκειμένου να γίνουν πιο κατανοητοί στο ευρύ κοινό, έπρεπε να ερμηνευτούν με έναν πιο απλό τρόπο. Εντούτοις, αν και μένει αναπάντητο μεταξύ άλλων και το βασικό ερώτημα της απαρχής των παραμυθιών, η συγκεκριμένη θεωρία έδωσε το έναυσμα για μία σειρά σκέψεων και προβληματισμών γύρω από αυτό το ζήτημα των παραμυθιών, καθώς και για την συστηματική τους εξέταση. 

Σύμφωνα με την «μυθολογική θεωρία», βασικός υποστηρικτής της οποίας υπήρξε ο Max Moller, το σημείο γένεσης των παραμυθιών εντοπίζεται πάλι στον Ινδοευρωπαϊκό χώρο και συγκεκριμένα στους αναφερόμενους στον ήλιο μύθους. Οι συγκεκριμένοι μύθοι στους οποίους βασικό ρόλο διαδραμάτιζαν ο ήλιος, ο ουρανός, η νύχτα κ.ά. περιγράφονται στο  «Rig-Veda», βιβλίο ιερό για τους κατοίκους της περιοχής και μεταφέρθηκαν στον υπόλοιπο κόσμο από την Ινδία. Οι μυθολογικές αυτές ιστορίες προκειμένου να διατηρηθούν και να μην ξεχαστούν μετουσιώθηκαν σε παραμύθια. Οι μύθοι όμως στους οποίους στηρίχθηκε η συγκεκριμένη θεωρία δεν αποτελούσαν λαϊκό δημιούργημα, αλλά κάποιου ιερατείου. 

Την γένεση των παραμυθιών στην αρχαία Ινδία υποστήριξε και ο Theodor Benfey. Ο συγκεκριμένος προχώρησε στο διαχωρισμό των μύθων από τα παραμύθια, υποστηρίζοντας ότι, ενώ τα παραμύθια έχουν την απαρχή τους στην βουδιστική κουλτούρα της αρχαίας Ινδίας, οι μύθοι γεννήθηκαν στην Δύση και ειδικότερα στην Ελλάδα από τον Αίσωπο. Η μεταφορά τους από το σημείο της γένεσής τους στον υπόλοιπο κόσμο έγινε μέσω, είτε του προφορικού λόγου, είτε της διάδοσης του ισλαμισμού τόσο στο Βυζάντιο όσο και σε χώρες της Δύσης όπως στην Ιταλία και στην Ισπανία, είτε από βουδιστικές θεωρίες που έφθασαν στους Μογγόλους από την Κίνα και το Θιβέτ και ύστερα από αυτούς στην Δύση. Η συγκεκριμένη θεωρία αποδείχθηκε αργότερα ελλιπής και κατέληξε στις μέρες μας να μην έχει άλλη αξία πέραν της ιστορικής, εφόσον η Ινδία δεν ήταν η μοναδική χώρα γένεσης των παραμυθιών. 

Η εθνογραφική είναι μία επιπλέον θεωρία, ένθερμος υποστηρικτής της οποίας ήταν ο εθνολόγος Andrew Lang, αλλά και ο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ενάντιος με την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, ο οποίος εισήγαγε στον τομέα της εθνολογίας την θεωρία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών. Οι εθνολόγοι θεωρούσαν ότι είχαν τη δυνατότητα να αποκωδικοποιήσουν την δομή όλων των εκδηλώσεων και αντιλήψεων του παρελθόντος μέσα  από την έρευνα και την μελέτη της καθημερινότητας των αρχαίων λαών. Οι οπαδοί της εν λόγω θεωρίας πίστευαν ότι η συγκριτική μελέτη των μύθων και των παραμυθιών διαφορετικών πολιτισμών και η επισήμανση των ομοιοτήτων και των διαφορών τους θα αναδείκνυε τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν οι λαοί με την πάροδο των χρόνων.

Ο Frazer υιοθέτησε την συγκεκριμένη άποψη και ανέπτυξε την πολυγενετική θεωρία, δηλαδή ότι παραμύθια και μυθολογικές ιστορίες με παραπλήσιο περιεχόμενο εμφανίζονται σε λαούς που έζησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και σε μέρη που απείχαν πολύ μεταξύ τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι πολιτισμοί όλων των λαών προκειμένου να εξελιχθούν περνούν από τα ίδια ή και παρόμοια στάδια. Το μειονέκτημά της για το οποίο και επικρίθηκε είναι ότι αποδέχονταν περισσότερα παρόμοια χαρακτηριστικά στους λαούς της αρχαιότητας από αυτά που πραγματικά υπήρχαν, ενώ δεν λάμβανε υπόψη της και την οποιαδήποτε επίδραση στη δημιουργία των παραμυθιών κάθε λαού των εκάστοτε κοινωνικών και πολιτιστικών συνθηκών του. 

Η ιστορική – γεωγραφική θεωρία αναπτύχθηκε από τον Karl Krohn και τον Antti Aarne. Η συγκεκριμένη θεωρία είναι μονογενετική και ισχυρίζεται ότι όταν η μετάδοση των παραμυθιών από την μία γενιά στην άλλη γίνεται μέσα στα χωρικά πλαίσια μιας χώρας τότε δεν παρατηρούνται αξιοσημείωτες μεταβολές. Όταν όμως η διάδοση του παραμυθιού ξεπερνά τα όρια της μίας χώρας είναι λογικό να υφίσταται μεταβολές, καθώς θα πρέπει να προσαρμοσθεί στα πολιτιστικά δεδομένα του καινούργιου περιβάλλοντος. Προκειμένου οι επιστήμονες της λαογραφίας να ανακαλύψουν την αρχική μορφή κάθε παραμυθιού, καθώς και τους διαύλους της διάδοσής του, απαραίτητο είναι να μελετήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες τοπικές και χρονικές παραλλαγές του, διαδικασία που παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Η θεωρία αυτή επικρίθηκε λόγω της παρόμοιας αντιμετώπισης όλων των παραμυθιών, καθώς δεν λήφθηκαν υπόψη οι ποικίλοι παράγοντες που επιδρούν στην διάδοσή τους. 

Υποστηρικτές της συμβολιστικής θεωρίας ήταν οι Paul Saintyves, A. Van Gennep και H. Naumann. Ειδικότερα, ο Saintyves απέδωσε την γένεση των παραμυθιών στις λατρευτικές τελετές για τον ερχομό των ετήσιων εποχών, στις τελετές μύησης ή σε λόγους θρησκευτικού περιεχομένου του μεσαίωνα. Το λάθος του ήταν ότι στήριξε τα συμπεράσματά του στα παραμύθια του Περρώ, τα οποία δεν ήταν λαϊκά, αλλά έντεχνα. Ο Van Gennep συσχέτισε τα παραμύθια με τις λατρείες των τοτέμ και ισχυρίστηκε ότι οι δοξασίες σχετικές με τα ζώα κατείχαν ιδιαίτερη θέση στην καθημερινότητα όλων των λαών. Για τον λόγο αυτό και επικρίθηκε. Ο Naumann με τη σειρά του διατύπωσε την άποψη ότι στα παραμύθια αναφέρονται συχνά τελετουργικά στοιχεία λατρευτικού περιεχομένου. Οι θεωρίες αυτές βοήθησαν στην σαφή αντίληψη των παραμυθιών, αλλά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν πειστικά τον μηχανισμό της γένεσής τους. 

Τα παραμύθια, λόγω της μακράς παρουσίας τους στην ιστορία αποτέλεσαν πόλο έλξης για τους ψυχολόγους, οι οποίοι προσπάθησαν να εντοπίσουν σ’ αυτά νοήματα και σύμβολα. Η ψυχολογία προσέγγισε τα όνειρα με τρεις τρόπους. Αρχικά η κλινική προσέγγιση επικεντρώθηκε στη θεραπεία των ασθενών μέσα από τα παραμύθια, ενώ, η θεωρητική στην ενδελεχή μελέτη του ανθρώπου και του ψυχισμού του. Με τη μελέτη του ίδιου του παραμυθιού με όρους ψυχολογίας ασχολήθηκε η κειμενοαναλυτική προσέγγιση. 

Ο Φρόυντ, ο πατέρας της ψυχανάλυσης και ο θεμελιωτής της ανάγνωσης του παραμυθιού υπό ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα, ασχολήθηκε κυρίως με το έντεχνο παραμύθι, ενώ, τόνισε κάποια κοινά σύμβολα στα παραμύθια και στα όνειρα, τα οποία με τη σειρά τους διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη των επιθυμιών  του υποσυνείδητου και της συνείδησης. 

Από την άλλη ο ανθρώπινος ψυχισμός, κατά τον Γιουνγκ, αποτελείται από τρία επίπεδα που τον καθιστούν στην ουσία ανεξάρτητο, υπό την έννοια ότι έχει τη δυνατότητα αυτορρύθμισης. Τα επίπεδα αυτά είναι η συνείδηση, το προσωπικό και το συλλογικό ασυνείδητο, ενώ ο Μπεντελχάιμ υποστήριξε ότι τα παιδιά με τα παραμύθια διώχνουν τις φοβίες τους και νοιώθουν ασφαλή. 

Ο Β. Προπ, εκ βάθρων ενάντιος με τις απόψεις της Ιστορικο-γεωγραφικής Σχολής, έστρεψε το ενδιαφέρον του στην ερευνητική ενασχόληση των παραμυθιών σχετικά με την διάρθρωση και την μορφή τους, καθόσον ισχυρίστηκε ότι το πρωταρχικό στάδιο είναι να αποσαφηνιστεί η σημασία και το περιεχόμενο του όρου «παραμύθια» και ότι δευτερεύον στάδιο είναι η ενασχόληση για την προέλευσή τους, τόσο σε χωροχρονικό όσο και σε μορφολογικό επίπεδο. Ακολούθησε την τακτική της διαίρεσης του παραμυθιού στα στοιχεία από τα οποία συνίσταται, καθώς θεωρούσε ότι αυτή αποτελεί τον πλέον ορθό τρόπο για την μελέτη τους.

Η κύρια ενασχόλησή του ήταν τα μαγικά παραμύθια, όπου ύστερα από την ερευνητική μελέτη μίας συλλογής ρωσικών παραμυθιών διαπίστωσε ότι σε όλα υπάρχουν μεταβλητά στοιχεία, όπως για παράδειγμα τα ονόματα ή οι ρόλοι των προσώπων, καθώς και αμετάβλητα στοιχεία, όπως οι ενέργειες των προσώπων, στα οποία έδωσε την ονομασία λειτουργίες. Οι λειτουργίες, οι οποίες ήταν 31 συνολικά, ακολουθούσαν σε όλα τα παραμύθια της λαϊκής παράδοσης αυστηρά την ίδια ροή, δηλαδή είχαν μονοτυπική μορφή όσον αφορά στη δομή τους. Επιπλέον, ο Προπ διαχώρισε τα πρόσωπα, σε δρώντα, στα οποία οι λειτουργίες μοιράζονται αναλογικά με τους «κύκλους δράσης» τους και σε δευτερεύοντα

04/08/2021 12:54 μμ.
Διάφορα θέματα