Η λαογραφία εδραιώθηκε προς στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, ως επιστήμη από τον Νικόλαο Πολίτη και έλαβε στο αρχικό της στάδιο χαρακτήρα «εθνικό». Ο λαός αποτέλεσε τον βασικό φορέα της και συγκεκριμένα ο αγροτικός, καθώς υπήρξε ταύτισή του με την έννοια του έθνους. Οι λαογράφοι από την μελέτη του κόσμου της υπαίθρου είχαν την δυνατότητα να αντλήσουν πλούσιο πολιτισμικό υλικό, το οποίο στην συνέχεια θα τους βοηθούσε στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι οι νεότεροι Έλληνες ήταν γνήσιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων.
Αν θέλουμε να προσδιορίσουμε την επιστήμη της λαογραφίας θα λέγαμε ότι είναι αυτή που μελετά τον πολιτισμό ενός λαού. Στην ελληνική πραγματικότητα, ως επιστήμη, στρατεύτηκε στην προσπάθεια ταύτισης της έννοιας του νεοσύστατου έθνους με το λαό του.
Για πάρα πολλά χρόνια οι έννοιες του έθνους και του αγροτικού κυρίως τμήματος του λαού συνέπιπταν. Με δεδομένη αυτήν την οπτική η επιστήμη της λαογραφίας επικεντρώθηκε στην έρευνα ορισμένων εκδηλώσεων της πολιτισμικής παράδοσης του λαού και συγκεκριμένα από τον χώρο της υπαίθρου. Ο λαϊκός πολιτισμός χαρακτηρίσθηκε από τους Έλληνες λαογράφους ως ένα σώμα «στατικό» το οποίο εμπεριέχει πολιτισμικά στοιχεία, που ανήκουν σε προηγούμενες μορφές εξέλιξης της κοινωνίας και ο οποίος δεν δέχεται επιρροές από την σύγχρονη οργάνωσή της. Τα πολιτιστικά δρώμενα των αστικών κέντρων δεν ενέπιπταν στο αντικείμενο της εν λόγω επιστήμης και για τον λόγο αυτό το ενδιαφέρον της περιορίστηκε στον παραδοσιακό πολιτισμό των αγροτικών κέντρων, ενώ, δεν ήταν λίγες οι φορές που επικεντρώθηκε σε ορισμένες του εκφάνσεις.
Η άρχουσα τάξη, στην προσπάθειά της να διατηρήσει την συνοχή του έθνους, αντιμετώπισε τον λαϊκό πολιτισμό ως αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, ανέδειξε τη διαχρονική του αξία και τον χρησιμοποίησε για τον εκ νέου προσδιορισμό του παρόντος. Για τον λόγο αυτό η επιστήμη που μελετά τον λαϊκό πολιτισμό έγινε γνωστή και ως «εθνική επιστήμη».
Ο σκοπός της επιστήμης της λαογραφίας στα αρχικά της βήματα ήταν να ανακαλύψει εκείνα τα στοιχεία που θα επιβεβαίωναν ότι οι νεοέλληνες κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες. Άλλωστε η λαογραφία έκανε τα πρώτα βήματά της στη χώρα μας σε μία εποχή που υπήρχε έντονος σκεπτικισμός σχετικά με την καταγωγή των σύγχρονων Ελλήνων, γεγονός που έπληττε διεθνώς το γόητρο του νέου ελληνικού κράτους.
Αφορμή για την ανάπτυξή της στην Ελλάδα στάθηκαν οι έντονες αμφιβολίες που προέβαλε ο Φαλλμεράϊερ, ιστορικός από την Γερμανία, σχετικά με τις ρίζες των κατοίκων που συγκροτούσαν το νεοσύστατο ελληνικό έθνος, ότι δηλαδή φυλετικά δεν υπήρχε καμία σχέση συγγένειάς τους με τους Έλληνες της Αρχαιότητας. Σύμφωνα με τον Φαλλμεράιερ η είσοδος σλαβικών και αλβανικών φύλων στις κλασικές ελληνικές περιοχές γύρω στα μισά της 1ης μετά Χριστόν χιλιετίας συνετέλεσε στην εξαφάνιση των Ελλήνων και στον εκσλαβισμό και εξαλβανισμό του λαού τους, με αποτέλεσμα οι νεοέλληνες να μην κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες.
Η ανωτέρω άποψη του Φαλλμεράϊερ έπληττε το σημαντικότερο στοιχείο της «εθνικής ταυτότητας» του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, πάνω στο οποίο είχε βασίσει το μεγαλύτερο μέρος των αγώνων για την ανεξαρτησία του, αυτό της καταγωγής του λαού από τους αρχαίους Έλληνες. Αποτέλεσμα για την ανάπτυξη στην Ελλάδα των επιστημών, όχι μόνο της ιστορίας, αλλά και της λαογραφίας, ήταν η αναγκαιότητα επιβεβαίωσης της συνέχειας της ελληνικής ταυτότητας από την εποχή της Αρχαιότητας έως και τον 19ο αιώνα.
Οι επιστήμονες λοιπόν στην Ελλάδα, στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν την ταυτότητα του ελληνικού έθνους επιστράτευσαν όλη την απαραίτητη πολιτισμική περιουσία που είχαν στη διάθεσή τους και στη συνέχεια κατασκεύασαν και την επιστήμη της λαογραφίας προκειμένου να ενισχύσουν την όλη διαδικασία κατασκευής του έθνους, που ήταν ήδη στα σπάργανα.
Για τους παραπάνω αναφερόμενους λόγους κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η λαογραφία, αν και δυσνόητη για τους περισσότερους, επηρέαζε τις ευαίσθητες χορδές της ελληνικής ταυτότητας έχοντας ακόμα και πολιτικές συνέπειες. Χρειάστηκαν τόσο ξένοι, όσο και Έλληνες επιστήμονες και πολιτικοί προκειμένου να χαραχθεί ο δρόμος που θα ακολουθούσε η επιστημονική έρευνα της λαογραφίας τα επόμενα χρόνια. Τελικά, μόνον υπό το πρίσμα μίας ιδεολογίας με κατεύθυνση προς το εξωτερικό μπορεί κάποιος να κατανοήσει την ανάπτυξη της συγκεκριμένης επιστήμης στην Ελλάδα.
Η λαογραφία σε επιστημονικό επίπεδο, προκειμένου να βοηθήσει στην βελτίωση της εικόνας του ελληνικού έθνους, δεν ασχολήθηκε με τα επιμέρους τοπικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων, αλλά με τον «εθνικό» χαρακτήρα του λαού, την «ψυχή» του έθνους. Για την λαογραφία αυτή η «ψυχή» συνδέεται άρρηκτα με την «ψυχή των αρχαίων Ελλήνων», τα δε χαρακτηριστικά της απορρέουν από την εποχή της Αρχαιότητας.
Ο «ελληνικός διαφωτισμός» υπήρξε το κίνημα εκείνο με τη βοήθεια του οποίου επιχειρήθηκε η στροφή της ελληνικής κοινωνίας προς τις απαρχές της. Κατάφερε να συγκεράσει τα δύο αντικρουόμενα μεταξύ τους κινήματα του Διαφωτισμού, που το χαρακτήριζε ο Ορθολογισμός και του Ρομαντισμού, που έδινε έμφαση στο συναίσθημα. Τα κινήματα αυτά δέσποζαν στις ευρωπαϊκές χώρες της Γαλλίας και Αγγλίας και της Γερμανίας αντίστοιχα. Ο διαφωτισμός στην Ελλάδα, υπερβαίνοντας τα υπερεθνικά, εξελικτικά και επιστημονικά ιδεώδη του διαφωτισμού, χρησιμοποίησε πολλά από τα χαρακτηριστικά του για να αποδώσει την Ιστορία της Ελλάδας με μία χροιά ρομαντισμού. Ο ρομαντισμός των Ελλήνων παρόλο που έχει πηγή έμπνευσης το αντίστοιχο κίνημα στην Γερμανία, παρουσιάζει βασικές διαφοροποιήσεις από το τελευταίο, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι αποτελεί έναν «ιθαγενή ρομαντισμό».
Τα δύο βασικότερα στοιχεία του «ελληνικού διαφωτισμού» αποτελούν αφενός τα «φώτα» που λάβαμε από τον γαλλικό διαφωτισμό και αφετέρου η επίδοση στην έννοια του έθνους μίας ρομαντικής χροιάς. Και τα δύο αυτά στοιχεία περιπλέκονται στην συνείδηση των νεώτερων Ελλήνων με το βασικότερο πρόβλημα που αναδύθηκε μαζί με την ιστορική συνείδηση του ελληνικού έθνους, αυτό της σχέσης των Ελλήνων του 19ου αιώνα με τους αρχαίους Έλληνες, δηλαδή τις θεωρίες της «συνέχειας» και της «Μεγάλης Ιδέας». Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ως μία πρόσθετη διαφοροποίηση του ελληνικού ρομαντισμού από τον γερμανικό, η ανάπτυξη της έννοιας του έθνους για τους νεώτερους Έλληνες στο πλαίσιο του «εμείς και οι αρχαίοι», σε αντίθεση με γερμανούς ρομαντικούς που την έννοια του έθνους την στήριξαν μέσα στο «εμείς», σε ένα πλαίσιο εξελικτισμού, που συνέπιπτε με τον ανώτερο ευρωπαϊκό πολιτισμό και που αντιμετώπιζε τους «άλλους» ως πολιτισμικά υποδεέστερους.
Η λαογραφία της Γερμανίας αν και αποτέλεσε πρότυπο για την ελληνική, ωστόσο δεν ακολουθήθηκε πιστά. Στα αρχικά της στάδια η λαογραφία στην Ελλάδα επηρεάστηκε από τον ρομαντισμό και τον εθνοκεντρισμό, αλλά όχι κατά αποκλειστικότητα. Ωστόσο, ενσωμάτωσε στοιχεία και από άλλες θεωρίες, όπως αυτή του «εξελικτισμού», του «συγκρητισμού» του Ε. Tylor και των «επιβιώσεων» στα χνάρια των οποίων κινήθηκε ο θεμελιωτής της Νικόλαος Πολίτης. Ανεξάρτητα όμως από οποιεσδήποτε επιρροές σκοπός της ήταν, μέσα από την έρευνα και την συγκέντρωση πολλαπλών εκδηλώσεων του παραδοσιακού πολιτισμού, όχι μόνον να αποδείξει την καταγωγή των νεώτερων Ελλήνων από τους αρχαίους Έλληνες, αλλά και να διακηρύξει διεθνώς με τρόπο θριαμβευτικό το αρχαιοελληνικό γενεαλογικό τους δένδρο.
taromanteia.gr
09/08/2021 3:11 μμ.
Ήθη και Έθιμα