ΤΑ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ «ΤΙΜΩΡΙΕΣ»
Στο Βυζάντιο, λόγω της επικράτησης του Χριστιανισμού, ο νέος ποινικός κώδικας εφαρμόσθηκε με ηπιότερες τροποποιήσεις σχετικά με τις φρικιαστικές των Ρωμαίων. Βέβαια αρκετές από αυτές, ιδιαίτερα του θανάτου, δεν έπαυσαν να είναι αποτροπιαστικές.
Η σημασία των ποινών αρχικά, ήταν η πρόληψη των εγκλημάτων, ώστε με την τήρηση των νόμων, να διατηρηθεί η ισορροπία και η τάξη στο Βυζάντιο. Τον 8ο αιώνα, ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος αναφέρει στην «Εκλογή» μία διαφορετική αντίληψη για τη σημασία και το σκοπό που είχε η εφαρμογή των ποινών. Θεωρούσε ότι η τιμωρία του δράστη, αφενός περιελάμβανε τον εξαγνισμό και με την μετάνοιά του τη διόρθωση του χαρακτήρα του και αφετέρου αποτελούσε το φόβο για αποτροπή αδικημάτων, τόσο από τον ίδιο τον ένοχο, όσο και από οποιονδήποτε άλλον πολίτη.
Προκειμένου να ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο αδίκημα, έπρεπε αρχικά να αναζητηθεί ο λόγος για τον οποίον ο δράστης οδηγήθηκε σε αυτήν του την πράξη. Παρατηρήθηκαν κάποιες απαλλαγές στις ποινές, όσον αφορά τα ανήλικα παιδιά. Γενικά, υπήρχε επιείκεια στις ποινές για κορίτσια έως 12 ετών και για αγόρια έως 14 ετών.
Στο βυζαντινό δίκαιο συνεχίστηκε να υπάρχει η «ποινή του θανάτου», όπως προέβλεπαν και οι Ρωμαίοι. Οι τρόποι εκτέλεσης αυτής της ποινής ήταν αποτρόπαιοι. Ακόμα και η Εκκλησία δεν μπορούσε να παρέμβει στο θέμα αυτό. Ο συνηθέστερος τρόπος ήταν του «αποκεφαλισμού», είτε με ξίφος, είτε με πέλεκυ. Συχνοί ήταν και οι θάνατοι υπό μορφή βασανιστηρίων όπως, η «σταύρωση», η «ρίψη στη θάλασσα σε σάκο με φίδια ή άλλα ζώα», ο «ενταφιασμός εν ζωή», ο «διαμελισμός από άλογα», το «γδάρσιμο με σιδερένιους όνυχες», η «θηριομαχία», κ.α.. Ο δικαστής καθόριζε τον τρόπο θανάτου του καταδίκου, εκτός των περιπτώσεων που όριζε συγκεκριμένα ο νόμος. Οι Ίσαυροι, προκειμένου να παρεμποδίσουν τις αυθαίρετες ενέργειες των δικαστών, με τις μεταρρυθμίσεις τους στην «Εκλογή», καθόρισαν συγκεκριμένες ποινές για κάθε αδίκημα και σε πολλά αδικήματα που προβλεπόταν θάνατος αντάλλαξαν με άλλου είδους τιμωρία. Στην ποινή του θανάτου καταδικάζονταν όσοι διέπρατταν «φόνο», «ληστεία με φόνο», καθώς και «εμπρησμό από πρόθεση» σε κατοικημένη περιοχή. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις όμως παρέμεινε αυστηρός ο τρόπος της θανατικής ποινής. Έτσι στην «ληστεία με φόνο» η ποινή που ορίστηκε ήταν η «φούρκα» («κρέμασμα σε δένδρο»), και στον «εμπρησμό με πρόθεση» ορίστηκε η «πυρά».
Στις «ποινές ακρωτηριασμού», υπήρχε διαφορετική τιμωρία για κάθε αδίκημα. Η νομοθεσία προέβλεπε «ακρωτηριασμό του χεριού» του ενόχου στην περίπτωση που προκαλούσε «θανατηφόρο τραύμα» ή για «παραχάραξη» και για «κλοπή». Άλλη τιμωρία ήταν η «αφαίρεση της μύτης» και αφορούσε αδικήματα περί ηθικής, όπως η «μοιχεία», ο «βιασμός». Άλλη ποινή ήταν η «αφαίρεση του γεννητικού οργάνου» και αφορούσε το αδίκημα της «κτηνοβασίας». Προκειμένου για τα συγκεκριμένα αδικήματα της «ομοφυλοφιλίας» και της «αιμομιξίας» προβλεπόταν ο «θάνατος». Για «ψευδορκία» ο νόμος προέβλεπε το «κόψιμο της γλώσσας». Σε περίπτωση «ιεροσυλίας» ο δράστης αντιμετώπιζε την «τύφλωση».
Η σκληρότητα των ποινών αυτών εικάζεται στην αντίληψη, ότι ο ένοχος των πράξεων αυτών, θα έπρεπε να τιμωρείται με τον ακρωτηριασμό του μέλους που πραγματοποίησε το αδίκημα. Με τον τρόπο αυτό, πιθανόν, να θεωρούσαν ότι απέτρεπαν το δράστη από παρόμοια εκδήλωση παραβατικότητας στο μέλλον. Στην περίπτωση του «κοψίματος της μύτης», πιθανόν, επειδή στο έγκλημα της μοιχείας θα έπρεπε να τιμωρηθεί και η γυναίκα, να όρισαν το μέλος αυτό, λόγω του ότι με την αφαίρεσή του παραμόρφωνε την όψη των δραστών και έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να επαναληφθεί.
Η ποινή του «σωματικού κολασμού», που αφορούσε κυρίως «μαστίγωμα» και «κτύπημα με ραβδί», συνεχίσθηκε και τον 8ο-10ο αιώνα. Σπάνια αποτελούσε κύρια ποινή. Συνήθως ακολουθούσε ποινές «εξορίας» ή ακόμα και «ακρωτηριασμού». Η επιβολή της ποινής αυτής πραγματοποιούταν στους δούλους και σε πολίτες κατώτερης κοινωνικής τάξης. Στις περισσότερες ποινές αυτού του είδους, η νομοθεσία καθόριζε ακριβώς και αριθμητικά το ύψος των ποινών αυτών.
Το «κούρεμα», με σκοπό τον εξευτελισμό και ταπείνωση του δράστη, ιδιαίτερα για τους μοναχούς, αποτελούσε μία επιπλέον τιμωρία του «σωματικού κολασμού» και της «εξορίας».
Στο βυζαντινό δίκαιο η «φυλάκιση» και η «αφαίρεση της ελευθερίας» δεν αποτελούσε συνηθισμένη ποινή. Πιθανολογείται ότι, είχε στόχο την προσωρινή φρούρηση κρατουμένων για κάποια αδικήματα οικονομικής φύσεως προς το δημόσιο και όχι την τιμωρία. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι οι φυλακές στο Βυζάντιο αποτελούσαν κτίρια φύλαξης των ενόχων μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή τους και των καταδικασθέντων σε θάνατο μέχρι να θανατωθούν. Αργότερα, η ποινή αυτή επεκτάθηκε και στον περιορισμό των κρατουμένων σε μοναστήρια, με απώτερο σκοπό να τους υποχρεώσουν να μετανοήσουν.
Η «εξορία», ως ποινή του βυζαντινού δικαίου, είχε ορισθεί για εγκλήματα, όπως «ανθρωποκτονία χωρίς πρόθεση», «έκτρωση», «εξαπάτηση αφελών θυμάτων με δήθεν μεταφυσικές δεισιδαιμονίες με σκοπό το κέρδος», κ.α.. Αποτελούσε κύρια ποινή, αλλά συχνά ακολουθούσαν και συμπληρωματικές, όπως, το «κούρεμα», «καταναγκαστικά έργα», «σωματικός κολασμός», ακόμα και «δήμευση» της περιουσίας του ενόχου σε βαρύτερες περιπτώσεις. Η επιβολή της ποινής αυτής μπορούσε να είναι ισόβια ή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Η ποινή της «δήμευσης» επιβαλλόταν κυρίως για αδικήματα στους κύκλους των ανώτατων αξιωματούχων, όπου ο δράστης έχανε όλη την περιουσία του. Το μέτρο όμως εξασθένησε από την περίοδο του Ιουστινιανού και μετά, εφόσον με την δήμευση θιγόταν και η οικογένεια του ενόχου.
taromanteia.gr
12/10/2021 11:06 μμ.
Διάφορα θέματα