Από την αρχαιότητα έως και τις μέρες μας ο άνθρωπος έχει την τάση να πιστεύει σε κάποια ανώτερη δύναμη, σε μία άλλη μορφή ζωής.
Η αναζήτηση, για την ανώτερη αυτή δύναμη, στάθηκε η αιτία για την αναγνώριση και καθιέρωση του Χριστιανισμού, ως «επίσημη θρησκεία», στο Βυζαντινό Κράτος και βοήθησε τους Βυζαντινούς ανθρώπους στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν τους ηθικούς κανόνες και αξίες, που είχαν ορίσει οι Πατέρες της Εκκλησίας, προκειμένου να καταφέρουν να κερδίσουν την αιώνια μετά θάνατον ζωή.
Η ανάγκη του ανθρώπου να προσεγγίσει τον Θεό τον οδήγησε στην πίστη του σε ιερά λείψανα. Η λατρεία αυτή, αν και αρχικά χρησιμοποιήθηκε με λείψανα μαρτύρων από τη γέννηση του χριστιανισμού, εν τούτοις σημείωσε έξαρση, ύστερα από την ανακάλυψη του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη, την μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Με την υποστήριξη των αυτοκρατόρων, συνεχίσθηκε η ανεύρεση ιερών λειψάνων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί στην Κωνσταντινούπολη ένα «μουσείο λειψάνων».
Η διάδοση για τις θαυματουργές ιδιότητες των ιερών λειψάνων και τα θαύματα των αγίων πέτυχε να προσελκύσει πολλούς προσκυνητές στην Κωνσταντινούπολη, από όλα τα στρώματα της κοινωνίας.
Για παράδειγμα, οι Βυζαντινοί απέδωσαν την νίκη της Κωνσταντινούπολης, από την πολιορκία των Αβάρων και Περσών το 626μ.Χ. και των Ρώσων το 860μ.Χ., στις θαυματουργές ιδιότητες που είχε το Μαφόριο της Παναγίας.
Άλλη μορφή προσέγγισης του Θεού, αποτελούσαν οι εορτές και οι πανηγύρεις, οι οποίες ετελούντο σε χώρους ναών ή μοναστηριών, αλλά και σε δημόσιους χώρους, με σκοπό να τιμήσουν την Γέννηση ή τη Σταύρωση του Χριστού, την Θεοτόκο, κάποιον άγιο ή ακόμα και θαύμα που συνέβη σε κάποια περιοχή.
Τις περισσότερες φορές ακολουθούσε και λιτανεία, η οποία ξεκινούσε από τον ναό και κατέληγε σε αυτόν. Η λιτανεία είχε σκοπό την επίκληση βοήθειας από τον Θεό για να προστατεύσει την πόλη από σεισμούς, ξηρασίες, ασθένειες, εχθρικές επιδρομές, αιρέσεις κ.α..
Η προσπάθεια των Βυζαντινών να πλησιάσουν περισσότερο στο Θεό, τους οδήγησε στη καθιέρωση του θεσμού των τοπικών αγίων. Πίστευαν, ότι ο τοπικός άγιος κάθε περιοχής, θα προστάτευε την πόλη και θα φρόντιζε για την ευδαιμονία των πολιτών.
Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, ο Άγιος Δημήτριος ως προστάτης τους, σύμφωνα με αναφορές θαυμάτων του, έσωσε πολλάκις την πόλη από εχθρούς, λοιμούς και άλλες φυσικές καταστροφές.
Σύμφωνα με αφήγηση της Άννας Κομνηνής, ο πατέρας της, αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός, είδε στον ύπνο του τον Άγιο Δημήτριο να του αναγγέλλει την νίκη του εναντίον των Νορμανδών το 1082μ.Χ., όταν αυτοί πολιορκούσαν επί έξι μήνες την Λάρισα.
Τα θαύματα, θεωρούνται, ευεργετικές υπερβατές ενέργειες του Θεού, που δίνονται με τρόπο υπερφυσικό, είτε μέσω της μορφής του Χριστού ή της Παναγίας, είτε μέσω του προσώπου κάποιου Αγίου.
Περιπτώσεις θαυμάτων, που αναφέρονται σε κείμενα της αρχαιοελληνικής εποχής, για ανθρώπους που θεραπεύτηκαν από ασθένειες, επικαλούμενοι την βοήθεια θεών, όπως του Ασκληπιού, του Απόλλωνα, της Ίσιδος κ.α., μαρτυρούν ότι, τα θαύματα δεν είναι γέννημα του Χριστιανισμού, αλλά είχαν ξεκινήσει από την Αρχαϊκή εποχή.
Συγκεκριμένα όμως, από τον 4ο αιώνα, που αναγνωρίσθηκε ο Χριστιανισμός, ως «επίσημη θρησκεία» του Βυζαντινού Κράτους, ο τρόπος της αντιμετώπισης των θαυμάτων από τους πιστούς, αρχίζει να λαμβάνει μορφή λατρείας και το φαινόμενο αυτό γιγαντώνεται όσο ποτέ.
Παράλληλα, οι θαυματουργές ιδιότητες που εμφάνιζαν κάποιοι άνθρωποι, συχνά, γίνονταν αντικείμενο λατρείας από τους πιστούς, με αποτέλεσμα να αγιοποιούνται.
Τα πιο συνηθισμένα θαύματα της εποχής του βυζαντίου είναι η θεραπεία ασθενών, η βοήθεια για αποτροπή από ασθένειες, καιρικά φαινόμενα, επιδημίες, αποφυγή εχθρικών επιθέσεων και γενικώς, η λύση καίριων προβλημάτων των πιστών του Βυζαντίου.
Συχνά αποδίδονται σε πρόσωπα αγίων που βρίσκονται στη ζωή ή έχουν αποβιώσει και αφορούν στο σύνολο των ανθρώπων και όχι μόνο των χριστιανών.
Τα πιο διαδεδομένα θαύματα αφορούσαν σε θεραπείες ανθρώπων, που νοσούσαν από διάφορες ασθένειες και έτσι από τον 5ο αιώνα καθιερώνεται πλέον, στο πλαίσιο του χριστιανικού βίου και η διαδικασία της «εγκοίμησης», η οποία μέχρι πρότινος εφαρμοζόταν στα αρχαία Ασκληπιεία.
Η «εγκοίμηση», ουσιαστικά, ήταν μία προσπάθεια από τους ασθενείς, ως ύστατη λύση και ριζωμένη μέσα τους την ελπίδα του θαύματος, όπου ο πάσχοντας θα έπρεπε να παραμείνει στο ναό έως ότου εμφανιζόταν σε αυτόν οποιαδήποτε ανταπόκριση του αγίου, είτε οπτική, είτε υπερφυσική.
Προσέρχονταν με βαθειά πίστη στον οίκο του κάθε αγίου, φέροντες προσωπικά τους αντικείμενα και διέμεναν από λίγες ημέρες έως πολλά χρόνια.
Εκτός από τα θαύματα, μεγάλη προσέλκυση από το ευρύ κοινό είχαν και κάποιες φυσικές πηγές, που τους αποδόθηκαν εξαιρετικές θεραπευτικές δυνάμεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Ζωοδόχου Πηγής, εκτός των τειχών του Βυζαντίου, όπου πλήθη ανθρώπων προσέρχονταν προσδοκώντας ένα θαύμα.
Επίσης, μεγάλη θεραπευτική δύναμη είχαν και οι άγιοι, όταν οι ιατροί δεν είχαν αποτελέσματα. Γνωστοί ήταν και το ζεύγος των αγίων Κοσμάς και Δαμιανός, οι οποίοι ονομάσθηκαν Ανάργυροι, επειδή αντίθετα από τους ιατρούς, θεράπευαν ασθενείς και δεν ελάμβαναν χρήματα.
Από τον 8ο αιώνα, ειδικά μετά το τέλος της εικονομαχίας το 843μ.Χ., οι θαυματουργές ιδιότητες αποδίδονται πλέον σε λείψανα, καθώς και σε εικόνες αγίων.
Η αγιοποίηση του εκάστοτε «χριστιανικού προσώπου» πραγματοποιείτο με τη θυσία του, για την ακλόνητη πίστη του, στο όνομα του Χριστού.
Προσκυνούνταν σε ναούς, που κατασκεύαζαν στο συγκεκριμένο σημείο όπου έβρισκαν τα λείψανά τους και εορτάζονταν σε συγκεκριμένη ημέρα του ημερολογίου της Εκκλησίας.
Το γεγονός της αγιοποίησής τους δεν σήμαινε ταύτισή τους με το Θεό και η ίδια η Εκκλησία τόνιζε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει σύγχυση, διότι έπρεπε να αποτραπεί ο κίνδυνος πολυθεϊσμού.
03/08/2021 2:29 μμ.
Διάφορα θέματα