Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
Οι επιστημονικές απόψεις του Αριστοτέλη για τα φαινόμενα που σχετίζονταν με τον κόσμο, την φύση και την κίνηση των σωμάτων στον χώρο θεωρήθηκαν προβληματικές και επιδέχθηκαν κριτική από νεότερους επιστήμονες, αφού παρουσίαζαν σε πολλά σημεία κενά και ελλείψεις.
Ο φιλόσοφος, προκειμένου να αποδείξει την λειτουργία της κίνησης, στηρίχθηκε στην εμπειρία και την παρατήρηση, προκύπτοντας έτσι αρκετά μειονεκτήματα, δεδομένου ότι στα επιχειρήματά του απουσίαζε η πειραματική διαδικασία. Δεν έλαβαν όμως υπόψη οι νεώτεροι σχολιαστές, ότι το πείραμα, σαν μέθοδος για την εξερεύνηση της φύσης και την κινητική συμπεριφορά των σωμάτων, θα περιόριζε τους σκοπούς του Αριστοτέλη, που ήθελε να αποδείξει ότι όλα τα πράγματα συμπεριφέρονται με τρόπο προβλέψιμο, μέσω της επίδρασης μιας κινητήριας δύναμης που βρίσκεται στο εσωτερικό τους. Θα προκαλούσε παρεμβολή στη φύση των αντικειμένων και θα αποδείκνυε ότι ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να επέμβει σε αυτά σε τέτοιο σημείο που η «φύση» τους να μην εκδηλωθεί. Η απουσία λοιπόν του πειράματος, δεν οφείλεται σε αμέλειά του, αλλά στην προσπάθειά του να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις στα ερωτήματα για τον φυσικό κόσμο που τον απασχολούσαν.
Μειονέκτημα στην θεωρία της κίνησης του Αριστοτέλη αποτελεί το συμπέρασμά του ότι δεν υπάρχει κενό στον κόσμο της φύσης. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε επειδή στο μηδενικής πυκνότητας κενό η ταχύτητα των σωμάτων θα γινόταν άπειρη, αφού, σύμφωνα με την άποψή του «η ταχύτητά τους είναι αντιστρόφως ανάλογη της πυκνότητας του μέσου». Αν και ανακριβής, εν τούτοις στηριζόμενη στην εμπειρική παρατήρηση θεωρείται εύλογη.
Ανεπαρκής θεωρήθηκε από νεότερους επιστήμονες και η θεωρία του για την αντιπερίσταση, εφόσον δεν κρίθηκε ικανοποιητική η απάντησή του στο πρόβλημα που προέκυπτε κατά την διάρκεια της βίαιης κίνησης. Τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο Φιλόπονος παρουσίασε με νέα επιχειρήματα την θεωρία του ότι η κίνηση αυτή συνεχίζεται βάσει μιας ωθητικής δύναμης που μεταβιβάζεται στο αντικείμενο από την επενεργούσα εξωτερική δύναμη.
Η θεωρία του Αριστοτέλη ότι το «Πρώτο Κινούν» ακίνητο, μία δύναμη αιώνια και ακίνητη, ένας θεός, αποτελούσε την πρωταρχική κίνηση του κόσμου, αμφισβητήθηκε από πολλούς, τόσο για την ύπαρξή της όσο και από θρησκευτικής πλευράς, από την αρχαιότητα, μεταξύ των οποίων και ο Θεόφραστος, ο οποίος εκτός από φίλος υπήρξε και μαθητής του. Όμως, η εισαγωγή θεολογικών στοιχείων στην επιστήμη της «Φυσικής» καθώς και οι στοχασμοί του για τις κινήσεις του κόσμου, των αστέρων και των πλανητών αποτέλεσαν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη φυσική, στην αστρονομία και στη θεολογία.
Επιπρόσθετα, αρχαίοι και νεότεροι μελετητές θεώρησαν ότι υπήρχε αντίφαση στη θεωρία του Αριστοτέλη όσον αφορά στον αριθμό των «αρχών κίνησης» που αναγνώριζε. Πίστευαν ότι, πέραν της μοναδικής ο Αριστοτέλης δεχόταν την ύπαρξη και άλλων αρχών, επειδή υπέθετε ότι και οι αστέρες είναι κατώτερες έμψυχες κατώτερες θεϊκές δυνάμεις.
Ερωτηματικά προκάλεσε και η θεωρία του για το «κινούμενο αυτο-κινείσθαι». Η απορία τους αφορούσε τόσο τη διαδικασία της κίνησης όσο και εάν είναι μία ή δύο οι κινήσεις.
Προβλήματα υπήρξαν και στην θεωρία του σχετικά με τον αιθέρα. Το πρώτο αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο γινόταν η παραχώρηση των τεσσάρων στοιχείων του γήινου χώρου στο πέμπτο στοιχείο του ουράνιου χώρου, αφού η ευθύγραμμη φυσική κίνηση της υποσελήνιας περιοχής έπρεπε να δώσει την θέση της στην κυκλική του ουράνιου χώρου. Το δεύτερο αφορούσε στον τρόπο με τον οποίο ο ήλιος μετέδιδε στη γη την θερμότητα, αφού το μοναδικό συστατικό του ήταν ο αιθέρας και απουσίαζε η ιδιότητα του «θερμού» που αποτελούσε συστατικό της γήινης περιοχής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Τον Αριστοτέλη, στην κοσμολογική του έρευνα, απασχόλησε ιδιαίτερα η κινητική συμπεριφορά των αισθητών όντων στη φύση, τα βασικά αίτια των κινήσεων των σωμάτων, καθώς και ο σκοπός, το τελικό αποτέλεσμα της πραγμάτωσης, τόσο στην υποσελήνια, όσο και στην υπερσελήνια περιοχή. Η φυσική και η εξαναγκασμένη κίνηση, τα δύο είδη του υποσελήνιου χώρου, μέσα από την αντίθεση των τεσσάρων στοιχείων που τον αποτελούν, αλλά και η αιθέρια φύση του υπερσελήνιου χώρου με την μοναδική φυσική κίνηση που διέγραφε ομαλή κυκλική τροχιά, συνέβαλαν σημαντικά στην οργάνωση, στην τάξη, στην αρμονία και στην ισορροπία και των δύο αυτών όψεων που ήταν διαχωρισμένο το σύμπαν.
Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης στήριξε τις θεμελιώδεις αρχές της θεωρίας του για την κίνηση των σωμάτων στην μέθοδο της παρατήρησης και της εμπειρίας, χωρίς εφαρμογή πειραματικών διαδικασιών, είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση κριτικής, από μεταγενέστερους φυσικούς φιλοσόφους, αναφορικά με την εγκυρότητά τους.
Η αριστοτελική «Φυσική», ως επιστήμη με την διευρυμένη σημασία της, αποτέλεσε για τους νεώτερους μελετητές αφετηρία αλλά και μέτρο σύγκρισης σε κάθε έρευνα και μελέτη σχετική με τον κόσμο και την φύση, δημιουργώντας έτσι την «Φυσική» με την σημερινή της έννοια.
taromanteia.gr
30/11/2021 3:44 μμ.
Διάφορα θέματα