Το αρχαίο ελληνικό θέατρο λειτούργησε ως θεσμός και συνδέθηκε άμεσα με το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, καθώς και τα δύο ακολούθησαν μία πορεία παράλληλη. Η σχέση του θεάτρου με τις θρησκευτικές εορτές και παραδόσεις ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη, εφόσον η παρουσία των θεών ήταν κυρίαρχη σε όλα τα έργα του δράματος, ενώ παράλληλα οι λατρευτικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνταν προκειμένου να τους τιμήσουν, αποτελούσαν σταθμό για την πόλη - κράτος της Αθήνας. Για την θεσμοθέτησή του συνέβαλε εξίσου η επεκτατική πολιτική της πόλης και η πνευματική αφύπνιση και ενεργή συμμετοχή των πολιτών της μέσα στο δημοκρατικό κλίμα της κλασικής εποχής.
Η γέννηση του αρχαίου δράματος αποδίδεται, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στον διθύραμβο, δηλαδή στα εορταστικά τραγούδια με πειράγματα υπό μορφή διαλόγου, τα οποία ερμήνευε χορός από άνδρες και αγόρια σε κυκλικό σχηματισμό και την ηχητική υπόκρουση του αυλού προς τιμήν του θεού Διονύσου. Το δράμα, η σάτυρα και η κωμωδία εντάχθηκαν στους αγώνες των Διονυσιακών εορτασμών και αναπτύχθηκαν μέσα στη διάρκεια του χρόνου με προσθήκες και τροποποιήσεις από τους ποιητές που διαγωνίζονταν.
Η γέννηση του αρχαίου ελληνικού θεάτρου ανάγεται στην κλασική εποχή. Τα πρώτα του βήματα ξεκίνησαν τον 6ο αιώνα π.Χ. και έπειτα, με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην πόλη- κράτος της Αθήνας. Αφενός, η πρωταρχική θέση που κατείχε η Αθήνα στον Ελλαδικό χώρο και αφετέρου, η αγωνιστική μορφή που πήρε η διεξαγωγή των δραματικών παραστάσεων, συντέλεσαν στην αποκορύφωση και τη δόξα του θεάτρου και κατ’ επέκταση της δραματικής ποίησης. Στην διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, ο θεσμός των δραματικών αγώνων πήρε τη μορφή θρησκευτικής τελετουργίας στο πλαίσιο των λατρευτικών εορτασμών, ενώ παράλληλα αποτελούσε μια παροχή έμμεσης διδασκαλίας στο θεατρικό κοινό.
Το θέατρο στην απαρχή του δεν λειτουργούσε αυτόνομα. Την εποχή εκείνη διοργανώνονταν πολλοί εορτασμοί καθ’ όλη την διάρκεια του έτους αφιερωμένοι όλοι σε κάποιο θεό, όμως οι πιο σημαντικοί, στους οποίους πραγματοποιούνταν και οι δραματικοί αγώνες ήταν τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια και τα Λήναια, που οργανώνονταν στην Αθήνα, ενώ μικρότερης εμβέλειας ήταν και τα Μικρά ή κατ’ αγρούς Διονύσια, τα Θαργήλια κ.ά. που διαδραματίζονταν σε δήμους της Αττικής ή ακόμα και σε πόλεις της Αθηναϊκής συμμαχίας. Στα Μεγάλα Διονύσια τοποθετείται η έναρξη της τραγωδίας ήδη από τον 5ο αι. π.Χ., ενώ από το 486 π.Χ. και έπειτα εισήχθη και η κωμωδία στο εορταστικό πρόγραμμα. Αντίθετα, στα Λήναια, οι θεατρικές παραστάσεις ξεκίνησαν το 440 π.Χ. και η παρουσία των κωμωδιών ήταν πολύ εντονότερη.
Ο πιο μεγαλοπρεπής θρησκευτικός εορτασμός της Αθήνας, που λάμβανε χώρα την άνοιξη, ήταν τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια, ο οποίος είχε πανελλήνιο χαρακτήρα, και φυσικά ως σκοπό να τιμήσει τον θεό Διόνυσο. Ο Πεισίστρατος ήταν αυτός που ενέταξε το 534 π.Χ. τους δραματικούς αγώνες και τον διθύραμβο στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων. Η υλοποίηση των αγώνων αυτών κάτω από τη θεϊκή προστασία και την πολιτειακή οργανωτική δομή, εξυπηρετούσε και πολιτικά συμφέροντα, εφόσον λειτουργούσαν και ως μέσο για την προβολή της ισχύος, του πλούτου και του μεγαλείου της Αθήνας της κλασικής εποχής, στους επισκέπτες και τους ξένους αντιπροσώπους των συμμάχων που συμμετείχαν στις εορτές αυτές. Η πρώτη ημέρα των αγώνων ήταν η σημαντικότερη και η ιερότερη, με την εκκίνηση μιας μεγαλειώδους πομπής κατευθυνόμενης προς τον ναό του θεού Διονύσου. Η ιερότητα των πομπών αυτών για τους αρχαίους Αθηναίους δηλωνόταν με την απαγόρευση συγκεκριμένων ενεργειών, όπως ήταν και η παύση της εκτέλεσης των ποινών και της κατάσχεσης των περιουσιών που τυχόν εκκρεμούσαν.
Οι τρεις τελευταίες μέρες των εορταστικών εκδηλώσεων (11-13η Ελαφηβολιώνα) ήταν αφιερωμένες στην τέλεση των δραματικών αγώνων, δηλαδή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Αργότερα από το 486 π.Χ. και μετά, όπου και καθιερώθηκε η συμμετοχή της κωμωδίας στους αγώνες προστέθηκε άλλη μία μέρα στις γιορτές και οι μέρες διεξαγωγής των αγώνων ήταν η 11η του Ελαφηβολιώνα για την κωμωδία, ενώ για την τραγωδία η 12-14η του Ελαφηβολιώνα. Οι μέρες των δραματικών αγώνων μειώθηκαν πάλι σε τρεις, για οικονομικούς λόγους μετά την έναρξη του πελοποννησιακού πολέμου.
Ο επώνυμος άρχων, ως εκπρόσωπος της πόλης ήταν ο αρμόδιος για την οργάνωση των θεατρικών αυτών αγώνων στα Μεγάλα Διονύσια. Συγκεκριμένα, η έναρξη της προετοιμασίας τους άρχιζε από τον μήνα Ιούλιο, όπου και αναλάμβανε ο άρχων τα καθήκοντά του για ένα έτος. Ο ανώτατος κρατικός υπάλληλος, επέλεγε τους τρεις ποιητές που θα δίδασκαν τους θεατές, η επιλογή των οποίων κρινόταν, τόσο από το θέμα των έργων τους, όσο και από το κύρος που είχαν οι υποψήφιοι για τον διαγωνισμό, τους τρεις χορηγούς, καθώς και τους υποκριτές που θα ερμήνευαν τον ρόλο του πρωταγωνιστή της κάθε παράστασης. Αρχικά, είχε την αρμοδιότητα να ορίζει και τους πέντε χορηγούς που αναλάμβαναν τους αγώνες κωμωδίας, ενώ αργότερα αυτοί, προτείνονταν από τις δέκα (10) φυλές της Αττικής. Για τα Μεγάλα Διονύσια η κάθε φυλή έκανε την εισήγηση ενός χορηγού που θα αναλάμβανε από έναν χορό που θα συμμετείχε σε αγώνες κωμωδίας και διθυράμβους, ενώ για τα Θαργήλια οι φυλές υποδείκνυαν ανά εναλλασσόμενες δυάδες από έναν για κάθε διθυραμβικό χορό αντρών και παίδων. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, χρονολογείται ότι το 508 π.Χ. εντάχθηκε για πρώτη φορά στον εορτασμό των Μεγάλων Διονυσίων ο διθυραμβικός χορός των ανδρών από τον Κλεισθένη, με απώτερο σκοπό την ισχυροποίηση της συνοχής των φυλών, ενώ η συμμετοχή των αγοριών πιθανολογείται το 470 π.Χ.. Συνεπώς οι αγώνες αυτοί διεξήγοντο μεταξύ των φυλών, όπου η συμμετοχή των μελών του χορού έφθανε τους χίλιους Αθηναίους πολίτες. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεων του επώνυμου άρχοντα ήταν η εκδίκαση των «αντιδόσεων» και των ενστάσεων που θα προέκυπταν. Η «αντίδοσις» αφορούσε σε ανταλλαγή των περιουσιών και εφαρμοζόταν στην περίπτωση που κάποιος από τους προτεινόμενους από τις φυλές χορηγούς αρνούταν τη λειτουργία της χορηγίας και τότε προσερχόταν στο δικαστήριο υποδεικνύοντας κάποιον άλλο που θεωρούσε πλουσιότερο από τη φυλή που ανήκε, ενώ οι ενστάσεις γίνονταν με ισχυρισμούς ότι έχουν αναλάβει την ίδια υποχρέωση παλαιότερα ή πως έχουν αναλάβει κάποια άλλη κρατική λειτουργία επομένως διαρκούσε ακόμα η απαλλαγή τους, ή ακόμα πως δεν είναι στην ηλικία που απαιτείται για να συνεισφέρουν στην χορηγία, διότι στους χορούς των παίδων ο χορηγός έπρεπε να είναι άνω των 40 ετών.
Οι χορηγοί ήταν εύποροι Αθηναίοι πολίτες και τους ανέθετε την κάλυψη των υψηλών εξόδων για τα πρόσωπα που θα επέλεγαν να συναπαρτίσουν το Χορό, καθώς και του θεατρικού εξοπλισμού που θα χρησιμοποιούσαν για τις ανάγκες της παράστασης που αναλάμβαναν. Σύμφωνα με απόσπασμα από λόγο του Λυσίου οι μεγαλύτερες οικονομικές απαιτήσεις ήταν για χορό διθυράμβου, αμέσως μετά για τραγικό χορό και λιγότερα χρήματα απαιτούνταν για τους κωμικούς χορούς. Οι μέτοικοι μπορούσαν να αναλάβουν τη λειτουργία αυτή μόνο για τα Λήναια, ενώ για τα εν άστει Διονύσια ήταν απαγορευμένη γενικά η συμμετοχή ξένων σε όλη την εορταστική διαδικασία. Η ανάθεση της χορηγίας ήταν τιμή για όσους την επωμίζονταν και ακόμα μεγαλύτερη τιμή ήταν αν κατάφερναν να διακριθούν. Ο κάθε χορηγός που οριζόταν είχε την ευθύνη της επιλογής των μελών και της εκπαίδευσης του χορού, αλλά και το δικαίωμα της επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές διατάξεις της εποχής των μελών που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της τετραλογίας ή του διθυράμβου που είχε υπό την επιμέλειά του ή δεν αποδέχονταν την συμμετοχή τους στον εορτασμό.
Οι ποιητές των οποίων επιλέγονταν οι τρεις τραγωδίες και το ένα σατυρικό δράμα για παρουσίαση από τον άρχοντα της πόλης, αναλάμβαναν καθήκοντα «χοροδιδασκάλου», δηλαδή επιμελούνταν την σκηνοθετική επιμέλεια των έργων τους, ή σε περίπτωση που δεν αναλάμβαναν το ρόλο τους, ανέθεταν σε συνεννόηση με τον χορηγό της παράστασης, σε έναν επαγγελματία την εκπαίδευση της ομάδας του χορού. Με διαδικασία κλήρου οριζόταν ποιος χορηγός θα αναλάμβανε την κάλυψη των εξόδων του κάθε ποιητή που θα λάμβανε μέρος στους αγώνες, και μέρος των υποχρεώσεών του ήταν και ο χώρος στον οποίο θα γίνονταν οι δοκιμές. Στις απαρχές των δραματικών αγώνων κάθε ποιητής «δίδασκε» μόνο νέες τραγωδίες, οπότε τόσο ο πρωταγωνιστικός ρόλος όσο και η σκηνοθεσία ήταν αρμοδιότητα του ενός. Αργότερα με την εισαγωγή του δεύτερου ή του τρίτου υποκριτή αλλά και με την αύξηση των μελών του χορού, αυξήθηκαν οι σκηνοθετικές απαιτήσεις των παραστάσεων. Παράλληλα, μεταξύ των ετών 449-447 π.Χ., άρχισε να αναδεικνύεται η υποκριτική τέχνη ως αυτόνομο είδος και να καθιερώνεται η βράβευση του ηθοποιού ανεξάρτητα από τον δημιουργό της τραγωδίας.
Μέσα στη διάρκεια του χρόνου όμως, το θέατρο υπέστη διάφορες αλλαγές από τους ποιητές που συμμετείχαν στους αγώνες αυτούς ή ακόμη και από τις απαιτήσεις των διοικούντων, των συμμετεχόντων και του κοινού. Όπως μπορούμε να διακρίνουμε από επιγραφές ή αλλιώς «διδασκαλίες» που έχουν διασωθεί, το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ., παραδοσιακά στις απονομές βραβείων έχουμε τραγικούς ποιητές που συμμετέχουν με τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα, ενώ υπάρχει και η αναφορά του ερασιτέχνη ακόμα υποκριτή, που ερμήνευε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Προς τα τέλη του 5ου αιώνα και συγκεκριμένα μετά το 486 π.Χ. βρίσκουμε επιγραφές που αφορούν τη βράβευση κωμωδιών, εφόσον εισήχθησαν και επίσημα στο εορταστικό πλαίσιο των Μεγάλων Διονυσίων.
Η ανάδειξη του νικητή ήταν έργο των κριτών, οι οποίοι επιλέγονταν λίγο πριν την έναρξη της παράστασης με κλήρο μέσα από το σύνολο των πολιτών της αρχαίας πόλης - κράτους και ουσιαστικά εξέφραζαν την κριτική της «κοινής γνώμης». Η καθεμία από τις 10 φυλές εξέλεγε ορισμένους υποψηφίους και τα ονόματα αυτά βρίσκονταν σφραγισμένα στην Ακρόπολη μέχρι την ημέρα της γιορτής όπου και γινόταν η τελική επιλογή. Οι επιλεχθέντες από την κάθε φυλή ορκίζονταν για την αντικειμενικότητα με την οποία θα ασκούσαν το έργο τους, ωστόσο, η πίεση του κοινού πολλές φορές επηρέαζε τις αποφάσεις τους, λόγω της άμεσης αλληλεπίδρασης κατά την διάρκεια της παράστασης.
Οι «τραγικοί» της κλασικής εποχής διέπρεψαν και μας άφησαν κληρονομιά έργων απείρου κάλλους, ωστόσο έχει φτάσει σε εμάς ελάχιστο μέρος του συνόλου των έργων τους σε ακέραιη μορφή, γεγονός που μαρτυρούν επιγραφές με τίτλους έργων, που όμως δεν διασώζονται τα αντίστοιχα κείμενα. Για τις κωμωδίες δε, έχουν διασωθεί ακόμα λιγότερα χειρόγραφα και όσα έχουμε, στο σύνολό τους, ανήκουν στον Αριστοφάνη, επομένως δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το περιεχόμενο των έργων του με άλλων κωμικών, συγχρόνων του, των οποίων δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τα κείμενά τους πέρα από ελάχιστα αποσπάσματα. Ο Αριστοφάνης ανέθετε σε επαγγελματία χοροδιδάσκαλο την διδασκαλία αρκετών από τα έργα του, όπως αναφέρεται και στη βιογραφία του χαρακτηριστικά, η δε κωμωδία του Πλούτος παρουσιάστηκε το 388 π.Χ. στο θεατρικό κοινό από το γιο του Αραρότα, λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του.
Στην ακμή της τραγικής ποίησης εντάσσονται τα μεγάλα ονόματα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Χαρακτηριστική είναι η νίκη του Αισχύλου με την τριλογία της Ορέστειας το 458 π.Χ., κάνοντας χρήση της καινοτομίας του τρίτου υποκριτή που καθιέρωσε ο Σοφοκλής. Το 438 π.Χ. την πρωτιά πήρε ο Σοφοκλής, χωρίς δυστυχώς να γνωρίζουμε πληροφορίες για τους τίτλους των έργων του και η δεύτερη θέση δόθηκε στον Ευριπίδη, ο οποίος το σατυρικό δράμα που θα έπρεπε να παρουσιάσει το αντικατέστησε με την τραγωδία του «Άλκηστις». Την χρονολογία της έναρξης του Πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ. ο Ευριπίδης καταλαμβάνει την τρίτη θέση με την εξαιρετική του τραγωδία «Μήδεια», που παρά τη σημερινή της αναγνώριση τότε δεν κατάφερε να πάρει την πρωτιά.
Μετά τον θάνατο και των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, η άποψη του Αριστοφάνη για την παρακμή της τραγωδίας είναι πιθανόν να επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το 386 π.Χ. εντάχθηκε στην γιορτή των Μ. Διονυσίων η προβολή μίας τραγωδίας εξ αυτών «εκτός συναγωνισμού». Η καθιέρωση αυτή έδιδε την δυνατότητα στους υποκριτές, οι οποίοι ήταν και οι υπεύθυνοι για την παρουσίαση του έργου, να ερμηνεύσουν τον ίδιο ρόλο με διαφορετικό τρόπο. Χαρακτηριστικά από επιγραφή του 340 π.Χ. βλέπουμε ότι εκτός συναγωνισμού γίνεται επανάληψη της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ορέστης». Με νέα έργα γίνεται η βράβευση των ποιητών και τέλος υπάρχει αυτόνομα απονομή βραβείου για τον υποκριτή που ξεχωρίζει.
Αντίθετα η προβολή παλαιάς κωμωδίας καθιερώθηκε στην ίδια γιορτή αρκετά χρόνια μετά, το 339 π.Χ.. Από απόσπασμα διδασκαλικής επιγραφής που διασώζεται, σε αγώνα των Μ. Διονυσίων του 312-311 π.Χ. επαναλαμβάνεται η παρουσίαση της κωμωδίας του Αναξανδρίδη «Θησαυρός» και γίνεται η βράβευση των πέντε κωμικών ποιητών που συμμετείχαν με νέα έργα. Καινοτομία είναι η ανάδειξη του νικητή υποκριτή Ασκληπιόδωρου που εφαρμόστηκε και για τους κωμικούς πρωταγωνιστές μεταξύ του 329-312 π.Χ..
Μετά την διεξαγωγή όλων των αγώνων ακολουθούσε η απονομή των βραβείων, όχι μόνο για τους ποιητές και τους υπόλοιπους συντελεστές της παράστασης, αλλά και για τους χορηγούς που αναλάμβαναν το οικονομικό βάρος της διεξαγωγής τους. Το έπαθλο του χορηγού ήταν, εκτός από την τιμή που λάμβανε από την κρατική εξουσία και τους συμπολίτες του, το «διονυσιακό» στεφάνι κατασκευασμένο από κισσό και έναν επινίκιο τρίποδα που παρεχόταν από την πόλη, ενώ με δικά του έξοδα τον έστηνε στην «οδό Τριπόδων».
Το θέατρο καθιερώθηκε ως θεσμός στην αρχαιότητα, λόγω της ολοκληρωτικής συμμετοχής των πολιτών στα δρώμενα. Ταυτίστηκε με το δημοκρατικό πολίτευμα λόγω της άμεσης έκφρασης των πολιτών κατά την παράσταση. Υπήρξε συμπλήρωμα των λατρευτικών τελετών που προϋπήρχαν για την τιμή των θεών που πίστευαν, ενώ παράλληλα αποτέλεσε κύρια πηγή εκπαίδευσης για όλους τους συμμετέχοντες. Σήμερα, τα έργα αυτά αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά και την βάση της ανάπτυξης του δυτικού πολιτισμού.
taromanteia.gr
09/08/2021 7:58 μμ.
Διάφορα θέματα