ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ. Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Το Βυζάντιο ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι το κράτος που ιδρύθηκε με έδρα την Κωνσταντινούπολη το 324 μ.Χ.. από τον Μ. Κωνσταντίνο. Η Κωνσταντινούπολη ή «νέα Ρώμη» ή «Βασιλεύουσα πόλη» κτίσθηκε στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, το οποίο αποτελούσε και την ιδανικότερη τοποθεσία για την κατασκευή της. Το σημείο που κτίσθηκε, το «σταυροδρόμι» δηλαδή της Ευρώπης και της Ασίας, του Ευξείνου Πόντου και της Μεσογείου εξασφάλιζε την προστασία της από τις εχθρικές επιθέσεις. Το αδύνατο σημείο της, το δυτικό χερσαίο σύνορο, το οχύρωσε με ένα ισχυρό προστατευτικό τείχος, με αποτέλεσμα να γίνει έτσι μία ισχυρή απόρθητη πόλη.
Η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας στην ακτή του Βοσπόρου, η οποία υπερνικά σε κάλλος την «παλαιά και γηραιά Ρώμη», αποτέλεσε ένα νέο κόσμο, το Βυζαντινό, ένα οικουμενικό κράτος, βασισμένο στην ελληνόφωνη ρωμαϊκή Ανατολή και σε μία νέα ενιαία θρησκεία, το Χριστιανισμό. Η Κωνσταντινούπολη, σαν μητρόπολη του ελληνισμού και του ρωμαϊσμού, διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο σε ολόκληρη την Βυζαντινή ιστορία. Έχοντας πολιούχο προστάτιδα την Παρθένο στρατηγό, υπέρμαχο και ανίκητο, που καθοδηγεί το στράτευμα στη νίκη, υπογραμμίζεται ο χριστιανικός χαρακτήρας της πόλεως. Εγκαινιάζεται ένας νέος τρόπος ζωής σε πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο με τη συγχώνευση και αφομοίωση πολιτισμικών παραδόσεων, δοξασιών και διαφορετικών τρόπων ζωής πολλών λαών και εθνών, δηλαδή γίνεται ένα κράμα συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών.
Το Βυζάντιο αποτέλεσε το ιστορικό υπόβαθρο για τη γέννηση του νεότερου Ελληνισμού και το τέλος της ελληνικής αρχαιότητας που χαρακτηρίζεται από την ειδωλολατρεία. Από τον 4ο αιώνα που ο Χριστιανισμός από μειονότητα γίνεται επίσημη θρησκεία του Βυζαντινού κράτους, οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές δοξασίες, οι πνευματικές και ηθικές αξίες, οι διοικητικοί θεσμοί, οι κοινωνικές και οικονομικές δομές, στρέφονται προς νέους προσανατολισμούς και ανακατάταξη αρχών και ιδεών. Η Ρώμη και η Ανατολή με τη συμβολή του αρχαιοελληνικού κόσμου πλουτίζουν με την εθιμοτυπία τους το ελληνικό, ρωμαϊκό και χριστιανικό αυτοκρατορικό υπόβαθρο.
Η θρησκεία αποτέλεσε για το Βυζάντιο τον άξονα όπου περιστρέφονται όλες οι φάσεις της πολιτικής, ιδεολογικής και πολιτιστικής του ζωής. Το Κράτος και η Εκκλησία είχαν αμοιβαία εξάρτηση εφόσον αφενός ο αυτοκράτορας επενέβαινε στις εκκλησιαστικές υποθέσεις και αφετέρου οι κληρικοί συμμετείχαν και σε πολιτικά δικαστήρια .
Η νέα πρωτεύουσα είχε χριστιανικό χαρακτήρα. Ο αυτοκράτορας θεωρείτο ότι ήταν εκλεγμένος από τον Θεό, ο αντιπρόσωπος, δηλαδή, του Παντοδύναμου πάνω στη γη για την άσκηση της εξουσίας του. Έτσι, επικράτησε την εποχή αυτή η θεοποίηση του αυτοκράτορα. Κυβερνούσε το κράτος κατά μίμηση του Θεού και με την υποστήριξη της Θείας Χάριτος. Θεωρείτο ότι, όπως ο Θεός βασιλεύει στο Σύμπαν έτσι και ο αυτοκράτορας κυβερνά την ανθρωπότητα. Πρόκειται λοιπόν για μία θεοκρατική αυτοκρατορία που συμπεριφέρεται σαν να ήταν το Βασίλειο του Θεού επί της γης και ο επικεφαλής αυτοκράτορας της ο Αντιβασιλέας του Θεού. Ο Θεός ήταν εκείνος που επέλεγε τον εκάστοτε αυτοκράτορα. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι ο αυτοκράτορας δεν ήταν πάντοτε καλός αφού ο Θεός στη σοφία του μπορούσε επίτηδες να επιλέξει ένα κακό αυτοκράτορα για να τιμωρήσει τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους, όπως στην περίπτωση των τυράννων. Ο αυτοκράτορας θεωρείτο άγιος και στα πορτραίτα του συνήθως απεικονιζόταν με φωτοστέφανο. Το παλάτι του ήταν επίσης ιερό. Το γόητρο της προσωπικότητας του αυτοκράτορα ενισχυόταν και με την απεικόνισή του στα νομίσματα. Φορούσε στέμμα, που συμβόλιζε ελληνορωμαίο νικητή του στίβου και της μάχης και χλαμύδα και χιτώνα, το κατεξοχήν αυτοκρατορικό ένδυμα που συμβόλιζε την σχέση του με τον βασιλέα Χριστό.
Η διαδικασία ανάδειξης του αυτοκράτορα ακολουθούσε δύο τρόπους. Την αναγόρευση και την στέψη. Η αναγόρευση του αυτοκράτορα, ως πολιτική πράξη, γινόταν από τον Στρατό, την Σύγκλητο και τον λαό της πρωτεύουσας. Η στέψη του αυτοκράτορα από τον πατριάρχη, ως θρησκευτική πράξη, διαπιστώνεται περίπου στα μέσα του 5ου αι., όπου ο πατριάρχης φορούσε το στέμμα στο κεφάλι του αυτοκράτορα και ο λαός αναφωνούσε «άγιος». Συνήθως η στέψη λάμβανε χώρα στην Αγία Σοφία. Παρατηρείται λοιπόν οργανική συνεργασία του Αυτοκράτορα (σαν πολιτικό αρχηγό) και του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως (σαν θρησκευτικό αρχηγό), οι οποίοι και οι δύο αντιπροσωπεύουν τον έναν και μοναδικό αληθινό Θεό. Με αυτόν τον τρόπο ο Χριστιανισμός και η Αυτοκρατορία θεμελιώνουν το θεοκρατικό μοναρχικό βυζαντινό πολίτευμα, δηλαδή το ύψιστο θρησκευτικό και το ανώτατο πολιτικό επίτευγμα.
Η ανωτέρω σχέση βοήθησε ώστε ο βυζαντινός αυτοκράτορας να τηρεί τους νόμους του Θεού και οι νόμοι του να στηρίζονται στη δικαιοσύνη και στη φιλανθρωπία, εξασφαλίζοντας έτσι στους υπηκόους του προστασία, ευημερία και γαλήνη . Η σωτηρία και η ασφάλεια ήταν και αυτές υποχρεώσεις απέναντι στους πολίτες του. Κάθε ξένη διεκδίκηση ή επιβουλή εναντίον του κράτους, είτε εδαφική είτε οικονομική, καταδικάζεται γιατί θεωρείται έγκλημα και προσβάλλει την ενσάρκωση της ουράνιας Βασιλείας επί της γης. Κάθε πόλεμος στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό απέβλεπε στην εξασφάλιση των πατροπαράδοτων αγαθών. Ο βυζαντινός πόλεμος ήταν πάντοτε αμυντικός γιατί αρχή των βυζαντινών σύμφωνα με την θρησκεία ήταν η προστασία της τάξεως, της ειρήνης και της εδαφικής ακεραιότητας. Είναι η αρχή που θεμελιώνει την έννοια του «δίκαιου πολέμου». Ο βυζαντινός στρατός είναι καθαρά χριστιανικός, ο οποίος με την κραυγή «Σταυρός νικά» αγωνίζεται για να σώσει τους ομοθρήσκους του και να υπερασπίσει τον Χριστό. Ο Σταυρός ήταν το έμβλημα του βυζαντινού κράτους και ιδιαίτερα του στρατού .
Η θέση του ανθρώπου όμως είναι δεδομένη. Είναι υπήκοος και υπάκουος του αυτοκράτορα στην πολιτική και οικονομική του ζωή και σαν δημιούργημα του Θεού στην νοηματική του και ιδεολογική του ύπαρξη υπήκοος της Εκκλησίας και του Κλήρου.
Ο Χριστιανισμός βοήθησε στην ανάπτυξη θεμελιωδών αρχών του βυζαντινού πολιτεύματος όπως, η δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία, η γενναιοδωρία, η αγνότητα και η ευνομία, αρετές σημαντικές για την άσκηση της αυτοκρατορικής εξουσίας ενώ εισήγαγε και κάποια ηπιότητα σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, ακόμα και σε ό,τι αφορούσε τη δουλεία. . Οι Πατέρες της Εκκλησίας τόνιζαν την αναγκαιότητα και το καθήκον των υπηκόων να υπακούουν τους άρχοντές τους για σεβασμό προς Αυτόν που διόριζε τους άρχοντες, ο οποίος ήταν ο Θεός, που δρούσε δια μέσου του αυτοκράτορα .
Η δύναμη του Χριστιανισμού και της Κωνσταντινούπολης έδωσαν την ενότητα στον πολύγλωσσο και πολύμορφο κόσμο των πρώτων χριστιανικών αιώνων και αποτέλεσαν ορόσημο της νέας πραγματικότητας. Η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και η ζωή του προσωπικού που τον υπηρετεί, η οργάνωση της διοικήσεως, πολιτικής και στρατιωτικής, οι νόμοι και οι κανόνες άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας αποτελούσαν οργανωτική συνέχεια της ρωμαϊκής παράδοσης. Τους πρώτους αιώνες οι νόμοι και οι διατάξεις ήταν στα λατινικά. Όμως σταδιακά εκτοπίστηκαν τα λατινικά και καθιερώθηκε η ελληνική γλώσσα .
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία από κοινού με τον Χριστιανισμό τείνει να αρθρωθεί σε ένα ολοκληρωμένο θρησκευτικό σύστημα. Η Ορθόδοξη Βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελεί ένα κόσμο με δύο ισχυρές μορφές εσωτερικής κίνησης και ζωής. Την οργάνωση και την αυστηρή ιεραρχία που επιβάλλει η κεντρική εξουσία και η θεοκρατική αντίληψη του Κόσμου με τη συνεχή κίνηση των πληθυσμών και των εθνοτήτων που εισβάλλουν στους κόλπους της εκχριστιανιζόμενοι συνεχώς.
taromanteia.gr
29/08/2021 4:57 μμ.
Διάφορα θέματα